ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΝΥΧΤΑ:
Ήξεραν καλά ότι είχαν βρεθεί στη χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσαν να βρεθούν δύο ερωτευμένοι. Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή, που φαινόταν ότι δε θα έσβηνε ποτέ, ωστόσο η σχέση τους είχε σαπίσει και είχε καταρρεύσει σαν μια παλιά γέφυρα. Είχαν μείνει στις δύο αντικριστές όχθες του ποταμού. Έβλεπαν ο ένας τον άλλο, μιλούσαν ο ένας στον άλλο, μολονότι γνώριζαν πως το βουητό του ανέμου έπνιγε πολλές λέξεις, αλλά δεν επιχειρούσαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.
Ο Σελίμ, παρά τα όσα αισθανόταν, πίστευε ότι η γέφυρα δε θα μπορούσε να χτιστεί ξανά, δεν είχε πλέον δυνάμεις ούτε καν να δοκιμάσει να την ξαναχτίσει. Οι συγκρούσεις, οι ζήλιες, οι υποψίες που δεν έλεγαν να τελειώσουν, είχαν αρρωστήσει την ψυχή τους. Ποτέ δεν μπόρεσε να φανερώσει στη Γελντά εκείνη τη φοβερή νοσταλγία που τον κυρίευσε μέσα στο αυτοκίνητο, να της εξηγήσει πώς σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, πώς ένιωσε την ανάσα του να κόβεται από την ένταση. Και η Γελντά ποτέ δεν έμαθε πως κάποιος τη νοστάλγησε τόσο βαθιά.