Το πρωί έβρεχε καρεκλοπόδαρα, αλλά γρήγορα βγήκε ο ήλιος, αντάμα μ’ ένα υπέροχο ουράνιο τόξο… Στο διάλειμμα, ενώ όλα τα δρακάκια βγήκαν στο προαύλιο για να παίξουν στις κούνιες, στο σκάμμα, στις τσουλήθρες και στις στριφογυριστές χελώνες, ο Ναπολέων κάθισε σ’ ένα παγκάκι αμίλητος. Δεν πρόσεξε τον Αρθούρο, που, τρέχοντας με φόρα, ήρθε από πίσω του, του έδωσε μια με την ουρά του και τον ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο βρεγμένο σκάμμα! Ο Ναπολέων σηκώθηκε αργά και τίναξε τις λάσπες από πάνω του. Ο κόσμος λες και έπαψε για μια στιγμή να γυρίζει… Είδε όλα τα δρακάκια να έχουν σταματήσει το παιχνίδι τους και να τον παρατηρούν. Τα περισσότερα γελούσαν. Πιο πολύ, όμως, γελούσε ο Αρθούρος. Μόνο η Ιωσηφίνα είχε θλιμμένο βλέμμα…