Ο Μπαλράμ Χαλβάι, υπηρέτης, επιχειρηματίας, φιλόσοφος και δολοφόνος, κλείνει τα μάτια, ενώνει τα χέρια σε ένα ναμάστε γεμάτο σεβασμό και εξιστορεί τη ζωή του.
Γεννήθηκε σε ένα μέρος όπου οι ντόπιοι αποκαλούν Σκοτάδι. Ήταν ο πιο έξυπνος μαθητής, αλλά δεν τελείωσε το σχολείο. Η οικογένειά του τον έστειλε να δουλέψει σε μια τσαγερία. Να σπάει κάρβουνα. Να σκουπίζει τραπέζια. Να ονειρεύεται ότι ξεφεύγει από τη λάσπη του Γάγγη που στραγγαλίζει ό,τι φυτρώνει στις όχθες του. Να θυμάται τα λόγια του επιθεωρητή που τον ξεχώρισε από όλους μέσα στην τάξη… “Εσύ, νεαρέ μου”, του είχε πει, “είσαι ένα έξυπνο, τίμιο, ζωηρό παιδί ανάμεσα σ’ αυτό τον όχλο από αλήτες και ηλιθίους. Σ’ αυτή τη ζούγκλα είσαι το πιο σπάνιο ζώο. Το πλάσμα που εμφανίζεται μόνο μία φορά σε κάθε γενιά… Ο λευκός τίγρης”. Πώς θα ξεφύγει, όμως, ο λευκός τίγρης από το κλουβί του; Ο Μπαλράμ δεν ξέρει να κάνει πρωτότυπες σκέψεις. Ξέρει, ωστόσο, να ακούει και να βλέπει. Γίνεται σοφέρ ενός πλούσιου Ινδού και, από το καθρεφτάκι του οδηγού, ρίχνει κλεφτές ματιές σε έναν κόσμο χλιδής και διαφθοράς, μαθαίνοντας παράλληλα πως θα κατακτήσει την ελευθερία του.