“Δεν ξέρω αν θα αγαπήσεις εμένα, τις μέρες μου, τις νύχτες μου, τις ώρες της άγριας μοναξιάς μου, τον τρόπο που σου δίνομαι. Μια στάλα αίμα απ’ το κορμί μου αν θα αγγίξεις. Ένας ορίζοντας αιμάτινος ακόμα κι εσύ. Εγώ απ’ τη μεριά της ερημιάς κι εσύ του παραδείσου. Από στιγμή σε στιγμή θ’ ακούσω τις πατημασιές σου στη σκάλα, θα διαβείς το κατώφλι, θα ‘ρθεις να με βρεις. Θα μείνω σφιγμένη πάνω στο κορμί σου, θα γίνω γη και χώμα, χάδι και φιλί κι έρωτας. Στάλες αγάπης θα στάζουν στην καρδιά μου, θα τη μουλιάζουν. Θα ‘ρθεις και θα γίνει ο χρόνος ελαστικός, θα χωρέσουν όλα: ένα απέραντο παρόν και το άγνωστο μέλλον. Μη μ’ αφήσεις, αγάπα με. Είσαι η αποκομμένη σύνδεση με τη ζωή, το κομμάτι της ψυχής με τα όνειρα, η τρελή χαρά, η ώρα του παραδείσου. Μη μ’ αφήσεις. Η φωνή μου ψίθυρος και βόγκος ερωτικός και σπαραγμός του πόθου, ίδιος με το σπαραγμό της πεταλούδας σαν την παρασέρνει ο άνεμος και πέφτει νικημένη”.
Ένα βιβλίο κεντημένο με ιστούς ζωής. Ένα συγκλονιστικό πορτρέτο τριών ανθρώπων, ενός άντρα και δύο γυναικών, που μια απρόβλεπτη μοίρα καθορίζει τη ζωή τους κι η αντοχή τους φτάνει ως τα όρια της ανθρώπινης ψυχής. Σχέσεις που κλυδωνίζονται, χτυπιούνται αμείλικτα και επιβιώνουν μέσα σ’ ένα καθάριο γαλάζιο φως.
Μια ιστορία της ζωής και της αγάπης που σώζεται κρεμασμένη στο χείλος ενός απύθμενου γκρεμού.