ΚΙ ΕΣΥ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕΣ:
“Έζησα, επειδή εσύ ήθελες να ζήσω. Έζησα, όμως, όπως το έμαθα εκεί κάτω, μέρα με τη μέρα. Υπήρξαν κι όμορφα πράγματα, παρ’ όλα αυτά.
Το να σου γράφω, μου έκανε καλό. Μιλώντας σου, δεν παρηγοριέμαι. Απλώς χαλαρώνει αυτό που μου σφίγγει την καρδιά.
Θα ήθελα να δραπετεύσω από την ιστορία του κόσμου, του αιώνα, να ξαναγυρίσω στη δική μου ιστορία, την ιστορία του Σλόιμε και της αγαπημένης του κορούλας.”
Ήταν σε απόσταση δύο χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλο. Εκείνος στο Άουσβιτς, εκείνη στο Μπίρκεναου. Κι ανάμεσά τους οι θάλαμοι αερίων, το μίσος, η μυρωδιά καμένης σάρκας και η αβάσταχτη αβεβαιότητα για την τύχη του άλλου. Μια μέρα, ο πατέρας καταφέρνει να περάσει στην κόρη του ένα μήνυμα, λίγες λέξεις σ’ ένα χαρτάκι. Θησαυρός και διαθήκη μαζί για το κορίτσι των 15 χρονών. Σήμερα, όμως, της είναι αδύνατο να θυμηθεί, οι λέξεις αυτές έχουν σβηστεί από τη μνήμη της.
Η ζωή συνεχίστηκε, η Μαρσελίν Λοριντάν-Ίβενς έζησε, ταξίδεψε, γύρισε ταινίες. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτές οι λέξεις την αναζητούν. Κι η Μαρσελίν αρχίζει να αφηγείται: το κοριτσάκι μόνο του, με την κούκλα στα χέρια, που περπατάει προς τους θαλάμους αερίων. Η νεαρή γυναίκα που σπρώχνεται από τις άλλες δίπλα της και εκτελείται από τον ναζί αξιωματικό. Ο Μένγκελε, ο εφιάλτης του στρατοπέδου, ως Εωσφόρος με τη ρομφαία στο χέρι. Κι ύστερα η επιστροφή, ο κόσμος μετά…