ΜΕ ΛΥΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΦΡΕΝΟ:
Σε όσους τη ρωτούσαν γιατί ακολουθούσε τον πατέρα της στα ταξίδια του με την νταλίκα, “επειδή μου αρέσει να φεύγω από το σπίτι”, έλεγε. Η Σώτη γνώριζε από τι δραπέτευε, όχι όμως και τι αναζητούσε. Στα δώδεκά της, πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Μπρίντιζι-Μιλάνο. Αουτοστράντα, παρκίδες, εργοστάσια. Άλλαζε λάστιχο, διάβαζε τους χάρτες, ξενυχτούσε, ξεφόρτωνε μαζί του. Ο μαγικός κόσμος της νταλίκας, ο δρόμος, ένα εργοστάσιο απροσδόκητων εικόνων. Επιστροφή για Ελλάδα. Είκοσι μέρες στο λιμάνι του Μπάρι, νταλικέρηδες, πείνα. Η νταλίκα φορτωμένη, έτοιμη για ένα ακόμη ταξίδι. Αλλά ο πατέρας βαριά άρρωστος. Η Σώτη, στην καμπίνα του οδηγού, κρατάει το τιμόνι, συνεχίζει το δρόμο. . . ό, τι κι αν συμβεί.
Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης μέσα από τις εθνικές οδούς.