ΠΑΣΠΟΡΤ, ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ:
Τη λέξη “περιπέτεια” πάντα τη φανταζόμουν να περιπλανιέται φορώντας μποτάκια, ίσως γιατί μου θύμιζε προσκόπους στο δάσος να μαζεύουν ξύλα για να ανάψουν φωτιά. Όταν την έβρισκα χωμένη σε νοήματα σοβαρά, στενοχωριόμουν, λες και ασφυκτιούσε. Δυσφόρησα πολύ, λοιπόν, όταν γιατροί, γνωστοί και φίλοι άρχισαν να μιλούν για την “περιπέτεια” της υγείας μου, επιχειρώντας να της βγάλουν τα μποτάκια και να της φορέσουν παντόφλες.
Το επόμενο διάστημα περιπλανήθηκα πολύ, πότε με τις παντόφλες στους διαδρόμους του νοσοκομείου κρατώντας το σταντ του ορού και πότε με τα μποτάκια στην εξοχή κρατώντας το τιμόνι του ποδηλάτου μου. Θέλησα να γράψω για την περιπλάνηση αυτή, για τις σκέψεις που γέννησε και τις αλλαγές που έφερε στη ζωή μου. Αποτύπωσα τα περιστατικά όπως έγιναν, τους διάλογους όπως ειπώθηκαν και τους ανθρώπους με τα πραγματικά τους ονόματα. Κι όταν τελείωσα -αφού δεν ήταν μυθιστόρημα- αναρωτήθηκα τι βιβλίο έγραψα. Ο χαρακτηρισμός “χρονικό” μου φαινόταν πομπώδης και η λέξη “μαρτυρία” στεγνή. Ώσπου κάπου διάβασα ότι ο Αριστοτέλης, στην “Ποιητική”, ορίζει τη λέξη “περιπέτεια” ως την αλλαγή μιας κατάστασης στην αντίθετή της. Τότε, μέσα από συνειρμούς και αναμνήσεις, “είδα” τον εαυτό μου στο τρομακτικό δάσος της αρρώστιας να προσπαθεί να συντηρήσει μια φωτιά κι αυτούς που μ’ αγαπούν να της προσθέτουν προσανάμματα για να φουντώσει, να διώξει το φόβο και το σκοτάδι και να φωτίσει μερικές απλές, αλλά πολύ παρηγορητικές αλήθειες. Και κατάλαβα ότι, με τη βοήθειά τους, ξεκινώντας από μια αρρώστια κατέληξα να νιώθω ακριβώς το αντίθετο -πιο υγιής και συντροφευμένη από ποτέ. Έτσι, κάτω από τον τίτλο του βιβλίου σημείωσα: “μια αληθινή περιπέτεια”. Αφού ο Αριστοτέλης συμφωνεί, ποια είμαι εγώ που θα διαφωνήσω;