«…Μέχρι πριν λίγο καιρό πίστευα ότι είχα ένα ζεστό κι όμορφο σπιτικό που μάτωσα για να του δώσω τα καλύτερα υλικά. Του έβαλα μέσα όλη μου την αγάπη, τη στοργή, την αφοσίωση, την αθώα εμπιστοσύνη μου, την ανοχή μου, την κατανόηση, τα όμορφα παιδιά μου… κι εσένα πρώτ’ απ’ όλους και όλα.
Μόνο που τυφλωμένη από τη λάμψη της εφήμερης ευτυχίας μου, δεν είδα ότι δεν μπήκες ποτέ μέσα για τα καλά. Φοβήθηκες το απόλυτο δόσιμο, φοβήθηκες τη φλογερή αγάπη μου, εμένα… Ήσουν με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω απ’ αυτό. Το έξω τελικά σε κέρδισε. Και μείναμε εμείς, εγώ και τα παιδιά μας, να σε κοιτάμε ν’ απομακρύνεσαι…
Ο γάμος μου κι όσα επένδυσα σ’ αυτόν, ένα δένδρο στον χειμώνα, γυμνό από τα φύλλα του. Όλα πεσμένα κάτω στο υγρό χώμα, κιτρινισμένα, ψυχομαχούν…»
Ένα μυθιστόρημα για τον γάμο και την απιστία, για τα πλήγματα και τα τραύματα που η ανθρώπινη επιπολαιότητα μπορεί να καταφέρει σε έναν εύθραυστο θεσμό, τον θεσμό του γάμου, πάνω στον οποίο στηρίζεται το ίδιο το κύτταρο της κοινωνίας: η οικογένεια.
Βασισμένο σε αληθινές ιστορίες καθημερινής τρέλας και στην αβάσταχτη ελαφρότητα του ανθρώπινου είναι.