ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ:
“Περπατάω στους δρόμους και βλέπω γύρω μου ένα πλήθος που σιχαίνομαι. Στις δημόσιες υπηρεσίες μου ζητούν μίζα και με βρίζουν, οι γιατροί μου ζητούν φακελάκι και με εξευτελίζουν, οι αστυνομικοί με δέρνουν, οι νεόπλουτοι με δέρνουν, είτε οι ίδιοι είτε μέσω των μπράβων τους, οι παπάδες θέλουν να με στείλουν στον Μεσαίωνα, τα σχολεία είναι διαλυμένα, ο γείτονας με καταπατά, ο έμπορος με κλέβει, ο μαλάκας με το μηχανάκι το ανεβάζει στον πεζόδρομο και με σκοτώνει, ο άλλος χύνει τα λύματά του στο ποτάμι όπου πίνω νερό. Είμαι τόσο εκνευρισμένος, που τα λέω ανάκατα, χωρίς σειρά… και ξαφνικά όλοι αυτοί γίνονται σύντροφοι συμπολεμιστές, οι εκπρόσωποι του καλού. Ε όχι, ρε γαμώτο μου, σε κανέναν πόλεμο και με κανέναν!”