ΔΡΟΜΟΙ :
“Ψάχνοντας στη μεταλλική ντουλάπα του μπαλκονιού, δίπλα από βερνίκια παπουτσιών, κάτω από ξεσκονόπανα, βρήκα το τασάκι. Πήλινο, ένας κύκλος, με καμπυλωτό χείλος, χωρίς υποδοχή για τσιγάρο, το είχα αγοράσει τον καιρό που απολύθηκα από φαντάρος. Το είχα πάντα στο γραφείο, το κουβαλούσα στην κουζίνα κι από κει στο σαλονάκι. Το έπιασα στα χέρια σαν να έπιανα όλα τα τσιγάρα που κάπνισα -τότε που ήμουν πραγματικός καπνιστής-, είδα στο βάθος του μαζεμένη όλη τη στάχτη, ανέβαινε καπνός, καπνός πολύς, σιωπηλός, φασαριόζος, μεθυσμένος. Πρόσεχα να μη μου φύγει από τα χέρια. Γιατί μια φορά μου έφυγε κι έγινε κομμάτια. Κάθισα και το κόλλησα. Τέσταρα τους κολλημένους αρμούς, στέρεοι. Το ξεσκόνισα, το έπλυνα. Τώρα, αφού τελειώσω τούτες τις γραμμές, λέω να καπνίσω ένα τσιγαράκι.”