ΟΙ ΑΓΝΟΙ ΕΓΙΝΑΝ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΕΡΙΑ:
Όλοι οι ιστορικοί λαοί της γης, από τα πανάρχαια χρόνια, λάτρεψαν το Θεό-Δημιουργό – αυτόν που έστησε τον Κόσμο. Λάτρεψαν το θεό-Ήλιο, το θεό του Κεραυνού, της Φωτιάς, της Βροχής και του Ανέμου, αλλά και υποχθόνιους θεούς που έφερναν τους σεισμούς ή ξυπνούσαν τα ηφαίστεια. Όλοι αυτοί οι θεοί αντιπροσώπευαν τις φυσικές δυνάμεις, αυτές που οι άνθρωποι δεν κατανοούσαν και τους προκαλούσαν τρόμο και δέος. Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα που δεν μπορούσαν να τα ερμηνεύσουν τα θεοποίησαν. Κι εκείνοι – οι άνθρωποι – αδύναμοι, τρομαγμένοι, πρόσφερναν θυσίες και έκαναν πράξεις τελετουργικές για να εξευμενίσουν τους παντοδύναμους θεούς και τα κακά πνεύματα. Αργότερα, για να μην υπάρχει έγκλημα και αδικία, έπλασαν και θεούς που ρύθμιζαν την ηθική τάξη του σύμπαντος. Οι θεοί αυτοί, τους αμαρτωλούς τους έριχναν στα τρίσβαθα και σκοτεινά Τάρταρα. Τους αγνούς και τους ενάρετους, τους ανέβαζαν στο στερέωμα, τους έκαναν αστέρια για να φωτίζουν από εκεί ψηλά τη Νύχτα του Κόσμου. Και άλλους αδικημένους, βασανισμένους, τους οδηγούσαν στα Νησιά των Μακάρων, όπου εκεί έβρισκαν τη γαλήνη και την ευδαίμονα Αθανασία. Πάντα υπάρχει η Κόλαση και ο Παράδεισος.