«Εγώ ξέρω τι θέλεις, Αμερικάνε. Θα μ’ έχεις σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο, μαζί με όλη την παρέα σου, όλους τους πλούσιους και πανίσχυρους φίλους σου. Θα με επιδεικνύεις. Αυτοί θα ξερογλείφονται, θα ρωτούν για μένα και θα τρελαίνονται, όμως θα ξέρουν πως είμαι δική σου. Εσύ, για να το επιβεβαιώσεις, τα βράδια στη σουίτα σου, κάνοντάς μου έρωτα, θα με μαστιγώνεις. Όσο πιο πολύ με θέλουν οι φίλοι σου, όσο πιο πολύ ρωτούν για μένα, τόσο πιο πολύ θα με μαστιγώνεις. Όλη νύχτα. Και τα μεσημέρια στην πισίνα. . . θα ξαπλώνω δίπλα σου, θα βλέπουν τα σημάδια του μαστιγίου στο γυμνό κορμί μου και θα ξέρουν ότι μου τα έκανες. Θα ξέρουν πως γουστάρω να είμαι κάτω από την απόλυτη εξουσία σου, κάτι που αυτοί δεν είναι ικανοί να αποκτήσουν. Όλα τα είχες στη ζωή σου ως τώρα, αυτό όχι. Το προσφέρω λοιπόν. Εσύ το θέλεις σαν κολασμένος, γι’ αυτό θα το αγοράσεις». Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε εμβρόντητος. Τελικά, η δεκαετία του ’60 ήταν πολύ πιο αδυσώπητη από τον εικοστό πρώτο αιώνα. Δίπλα, ακουμπώντας στο ποδήλατό του, ο κύριος Διάβολος, που προσέφερε το ταξίδι, άκουσε και έβαλε τα γέλια. . .