Σε μια στροφή της μοίρας, ο Αλέξης φεύγει από το Αϊδίνιο με τη μητέρα του Αντριάνα, ακολουθώντας τη στην ελευθεριάζουσα τότε Σμύρνη, όπου αυτή πάει για να συναντήσει τα όνειρά της.
Φτάνοντας εκεί, στα Χιώτικα, όπου είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι οίκοι ανοχής, κρυφοί ή φανεροί, τα καφέ αμάν και τα μπαρ, γίνεται κοινωνός ενός άλλου κόσμου, γεμάτου πόρνες και ρεμπέτες, μυρωδιά οπίου και διβανιού και μιας ασύδοτης διασκέδασης που μέχρι τότε δεν είχε ξανασυναντήσει. Μεγαλώνει ανάμεσά τους, κοντά στην Ανεσσώ και την Πολυξένη, την Ντυρόν, τον Σάββα και την Τασούλα, αλλά κυρίως τη Μαρίκα που διαφεντεύει τα Χιώτικα, μαθαίνοντας από αυτούς τη σχετικότητα του ηθικού και του ανήθικου.
Στην καταστροφή της Σμύρνης κατορθώνει να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με μόνη αποσκευή τη μνήμη.
Άνθρωπος πια χορτάτος από τη ζωή, με τη σκέψη στη χαμένη αδερφή του, ξεκινά να ξεδιπλώνει μπροστά μας την ιστορία τη δίκιά του και μιας πόλης με πολλά πρόσωπα.