Τι σημαίνει να γεννιέσαι, να μεγαλώνεις, να ενηλικιώνεσαι σε μια γη που δεν ανήκει σε κανέναν, σε ένα μέρος που μοιάζει -αλλά δεν είναι- εξωπραγματικό; Αν και μόλις είκοσι εννέα χρόνων, ο Νικολάι Λίλιν έχει να διηγηθεί μια ασυνήθιστη ζωή και να μιλήσει για έναν κόσμο που δε μοιάζει με κανέναν άλλο: είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που η Σιβηρική αγωγή είναι ένα βιβλίο μοναδικό. Ελάχιστοι ίσως έχουν ακούσει να γίνεται λόγος για την Υπερδνειστερία, μια περιοχή της πρώην ΕΣΣΔ που διακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1990, αλλά που κανένα κράτος δεν την αναγνωρίζει, γη όλων και κανενός. Έναν τόπο όπου η εγκληματικότητα ήταν τόσο διαδεδομένη, που ένας χρόνος υπηρεσίας στην αστυνομία ισοδυναμούσε με πέντε, ακριβώς όπως σε περίοδο πολέμου. Στη συνοικία του Κάτω Ποταμού, όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας, ζούσαν ακολουθώντας τη σιβηρική παράδοση και τα παιδιά αποκτούσαν εμπειρία μέσα από τις συγκρούσεις με την αστυνομία ή τους ανηλίκους από άλλες συμμορίες. Αλλά η μαθητεία στο καλό και το κακό είναι για τη σιβηρική κοινότητα πολύπλοκη, γιατί τα παιδιά μαθαίνουν να ενσαρκώνουν κάτι οξύμωρο, μαθαίνουν δηλαδή να είναι “τίμιοι εγκληματίες”. Κι αυτό το άλλο σχολείο, πολύ πιο σημαντικό από εκείνο του δρόμου, περνά κυρίως μέσα από τους γέρους, τους ηλικιωμένους εγκληματίες. Οι “παππούδες” μεταδίδουν στα παιδιά αξίες που μοιάζουν να έρχονται σε σύγκρουση με τις εγκληματικές: τη φιλία, την τιμιότητα, το μοίρασμα των αγαθών. Την αγάπη για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τα οποία ονομάζουν “αγαπημένους του Θεού”. Αλλά και την κουλτούρα του τατουάζ, του δέρματος που μιλάει για τη μοίρα του καθενός. “Ο παππούς Κούσια” -γράφει ο Λίλιν- “δε με διαπαιδαγωγούσε παραδίδοντάς μου μαθήματα, αλλά μιλώντας μου, διηγούμενος τις ιστορίες του και ακούγοντας τα επιχειρήματά μου. Δε μιλούσε για τη ζωή από τη θέση αυτού που παρατηρεί από ψηλά, αλλά από τη θέση ενός ανθρώπου που πατά τα πόδια του στη γη και προσπαθεί να παραμείνει σ’ αυτή όσο το δυνατόν περισσότερο”. Χάρη στη δύναμη της αφήγησης, μ’ έναν λόγο έντονο και εκφραστικό αυτός ο απίστευτος, τραγικός και ανατριχιαστικά αληθινός κόσμος, όπου η αγριότητα και ο αλτρουισμός συνυπάρχουν, γίνεται σιγά σιγά οικείος.