Το χαμπέρι έφτασε και στο χωριό της πλαγιάς.
Έφτασε σαν το κακό πουλί. Κι εσκέπασε σφιχτά με τις φτερούγες του τον ανθισμένο λόφο. Και τον έπνιξε. Πρωί πρωί η “κυρία είσοδος” του κόκκινου σπιτιού έκλεισε μ’ ένα βρόντο σαν τη στριγκλιά. Και το μπρούντζινο χέρι με το δαχτυλίδι τινάχτηκε δυο φορές στον αέρα και χτύπησε δίχως σκοπό.
Τακ. Τακ. Περάστε! είπε η μοίρα στη συφορά. Κι εκείνη πέρασε ευγενικά κι εστρογγυλοκάθισε στον καναπέ, δίπλα στο μαντολίνο του Νικόλα και στα δαντελένια μαξιλαράκια της κυρίας Κατίνας.
Κείνη τη μέρα μαζευτήκανε όλοι στο σπίτι της Σμυρνιάς. Από κει θα φεύγανε οι πέντε άντρες.
“Θα ‘ρθουμε πίσω”, λέγανε. Γιατί προσπαθούσανε να δώσουνε κουράγιο στις γυναίκες. Και γελούσανε. Μα το γέλιο έπεφτε από το μισό τους χείλι σαν τ’ αποτσίγαρο. Κι έσβηνε…