Λες και πετάχτηκε στην ακρογιαλιά με μια χορευτική φιγούρα και μια παλέτα στα χέρια, από τους αφρούς της θάλασσας, του Μαρμαρά.
Εκεί, σ’ αυτή την πατρίδα που γεύτηκε, μύρισε, περπάτησε στις λάσπες της, αγάπησε και την έβαλε μέσα σε κάθε κύτταρό της.
Δεκαετία του ’60.
Όταν τους απέλασαν, άφησε εκεί την καρδιά της να ψάχνει στα καντούνια την ύπαρξή της.
Ένα βιολί όμως στις όχθες του Σηκουάνα, την ενέπνευσε, την οδήγησε και δημιούργησε κάτι από αυτά που μένουν, σαν πολιτιστική κληρονομιά.
Στ’ αυτιά της πάντα η φωνή της Τουρκάλας γειτόνισσάς της.
– Παιδί μου, μην ξεχάσεις τον Ορχάν. Έχουμε να μάθουμε νέα του από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Όλα άρχισαν μια μέρα με βροχή.
…επέστρεψε στην Πόλη που αγάπησε, στην Πατρίδα της, με ‘κείνη την ίδια χορευτική φιγούρα, να ψάχνει μέσα στο χιόνι, αυτό που έφερε η βροχή.
Εκείνο όμως που προέκυψε από την αναζήτηση, δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της..